- ἀποκρούεσθαι
- ἀποκρούωbeat offpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδέξιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α [δεξιός] 1. αυτός που βρίσκεται δεξιά και ψηλότερα από κάτι άλλο («εἶχον ὑπερδέξιον χωρίον... χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾱς... ποταμόν», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται ψηλότερα (α. «λόφος ὑπερδέξιος τῶν πολεμίων», Πολ. β.… … Dictionary of Greek